βακέτα

βακέτα
η
1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού
2. υποδήματα από βακέτα
3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βακέτα — βακέτα, η και βακέτο, το (λ. ιταλ.), χοντρό δέρμα αδιάβροχο: Τα παπούτσια αυτά είναι φτιαγμένα από βακέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”